παρακίνημα

παρακίνημα
παρακῑν-ημα, ατος, τό,
A distortion, Hippiatr.24, Gal.14.780.
II derivative, τὰ τοῦ βάλλειν π. Eust.1405.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακίνημα — distortion neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακίνημα — τὸ, ΜΑ [παρακινώ] ιατρ. μετακίνηση, μετατόπιση, εξάρθρωση μσν. γραμμ. λέξη που έχει παραχθεί από άλλη, παράγωγη λέξη …   Dictionary of Greek

  • παρακινήματα — παρακίνημα distortion neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακινηματικός — ή, όν, Α [παρακίνημα, ατος] αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διεγείρει, να ερεθίζει, διεγερτικός, ερεθιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”